- ἀδιαστρέπτως
- ἀ-δια-στρέπτως, unverwandt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀδιαστρέπτως — without turning indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάστρεπτος — η, ο (Α μόνο το επίρρ.) [διαστρέφω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν υπέστη ή δεν υφίσταται διαστρέβλωση ή αλλαγή, αναλλοίωτος, πραγματικός 2. αυτός που δεν υπέστη ή δεν υφίσταται ηθική διαστροφή, ο μη διεφθαρμένος, αδιάφθορος αρχ. επίρρ. ἀδιαστρέπτως… … Dictionary of Greek